ατσαλάκωτος

ατσαλάκωτος
-η, -ο
1. (για υφάσματα και ενδύματα) αυτός που δεν τσαλακώθηκε, ο αζάρωτος
2. (για πρόσωπα) α) εκείνος που φορά ατσαλάκωτα ρούχα
β) ο ατραυμάτιστος, αυτός που έμεινε σώος ύστερα από δυστύχημα
γ) όποιος δεν υπέστη ηθική μείωση και δεν ταπεινώθηκε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ατσαλάκωτος — η, ο αυτός που δεν είναι τσαλακωμένος, αζάρωτος: Φρόντιζε να φορεί πάντα ρούχα ατσαλάκωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάπτυκτος — η, ο [διαπτύσσω] αυτός που δεν διπλώθηκε, αδίπλωτος, ατσαλάκωτος …   Dictionary of Greek

  • αζάρωτος — η, ο [ζαρώνω] 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ζάρες, ρυτίδες, ο αρυτίδωτος 2. ατσαλάκωτος 3. άκαμπτος, αλύγιστος 4. απείραχτος, αναλλοίωτος (λέγεται για την έγκυο γυναίκα, τής οποίας η μήτρα μένει στην κανονική της θέση) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”