- ατσαλάκωτος
- -η, -ο1. (για υφάσματα και ενδύματα) αυτός που δεν τσαλακώθηκε, ο αζάρωτος2. (για πρόσωπα) α) εκείνος που φορά ατσαλάκωτα ρούχαβ) ο ατραυμάτιστος, αυτός που έμεινε σώος ύστερα από δυστύχημαγ) όποιος δεν υπέστη ηθική μείωση και δεν ταπεινώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.